- ὑπερδιαζεύγνυμαι
- ὑπερδια-ζεύγνυμαι,A to be separated by an interval of an octave, Bacch.Harm.87: hence [suff] ὑπερδιά-ζευξις, εως, ἡ, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερδιαζεύγνυμαι — Α μουσ. χωρίζομαι με διάστημα μιας μουσικής κλίμακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + διαζεύγνυμαι «χωρίζομαι»] … Dictionary of Greek
υπερδιάζευξις — εύξεως, ἡ, Α [ὑπερδιαζεύγνυμαι] μουσ. ο χωρισμός με διάστημα μιας μουσικής κλίμακας … Dictionary of Greek